Γιώργος Κοτζιούλας – Ένας πρίγκιπας στα ελληνικά γράμματα

Η Λιλίκα Νάκου γράφει για τον Γ. Κοτζιούλα

H Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στις 24 του Φλεβάρη 1904. Οι βιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι ήταν δημοσιογράφος και πεζογράφος. Λησμονημένη και αγνοημένη, αν και θεωρείται από τις πολύ σημαντικές γυναικείες παρουσίες που συνέβαλε με το έργο της στην υπόθεση του γυναικείου κινήματος και της χειραφέτησης των γυναικών σε εποχές πολύ δύσκολες.

Αντί για κάποιο απόσπασμα από τα πολύ ωραία λογοτεχνικά της έργα, επιλέγουμε ένα κείμενό της για τον Γιώργο Κοτζιούλα, από το βιβλίο της “Οι παραγνωρισμένοι” (Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας, η ζωγράφος Ερασμία Μπέρτσα, η λαογράφος Ειρήνη Σπανδωνίδου: Η ζωή και το έργο τους: Προσωπικές αναμνήσεις, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978.

Ήταν άνοιξη. Στη ρεματιά της Εκάλης φυτρώνουν τα κρινάκια. Το απόγευμα τράβηξα κατά την πλατεία που σταματούσαν τα λεωφορεία. Ο Βάρναλης μού είχε τηλεφωνήσει που θα ερχότανε μ’ ένα νέο που ήταν ποιητής. Μάλιστα μου είχε πει γελώντας:

– Μετά τον εαυτόν μου αναγνωρίζω τον πρώτο ποιητή, τον Γιώργο Κοτζιούλα. Εξ άλλου μοιάζουμε σε δυό πράγματα: Είναι λίγο κουφός σαν κι εμένα κι αγαπάμε το ίδιο κορίτσι.

Σαν πήγα στην πλατεία πρόφθασα και τους δυό να με περιμένουν κοιτώντας δεξιά – ζερβά.

– Να ο ποιητής που σου έλεγα και…ο αντεραστής μου!

Ήταν από αυτά τα τ’ αστεία που συνήθιζε ο Βάρναλης, είπα με το νου μου. Κι όμως, όπως έμαθα αργότερα, ήταν αλήθεια.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας ήρθε κοντά μου και κάτι μου είπε για το βιβλίο μου «Οι Παραστρατημένοι» που τότε είχε εκδοθεί και τόχε διαβάσει. Μου έπιασε το χέρι και το κρατούσε σα να ήθελε να μου πει περισσότερα και να δείλιαζε. Ήταν, θυμάμαι, στα 1935.

Μου φάνηκε από την πρώτη ματιά ένας νέος σεμνός και κάπως δειλός. Ένα όμορφο παλληκάρι μάλλον ψηλό, και δε φαινόταν καθόλου άρρωστος όπως τον έλεγαν. Το πρόσωπό του με κανονικά χαρακτηριστικά ήταν όμορφο. Αλλά αυτό που τον ξεχώριζε άμα τον πρόσεχες ήταν η έκφρασή του. Ένα πρόσωπο αληθινού διανοούμενου. Μέτωπο ψηλό, έκφραση στοχαστική κι ευγενικιά. Μόλις τον είδα σκέφτηκα πως θα του ταίριαζε ο τίτλος «Ο πρίγκηπας της νεοελληνικής ποίησης».

Είχα κιόλας διαβάσει πολλά ποιήματά του που τα έβγαζε σε φυλλάδες. Είχα ενθουσιαστεί. Ήταν τραγούδια που πήγαζαν από μια αγνή, βασανισμένη κι ελληνική ψυχή. Και δεν είχα άδικο να τον ονομάσω κιόλας «πρίγκηπα». Γιατί σαν τον γνώρισα ύστερα από κοντά είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το ήθος του, την απλοχεριά του και τη λεπτότητά του.

Μια λεπτότητα που δεν περίμενες να δεις από ένα χωριατόπουλο που ξεκίνησε από τα άγονα και φτωχά βουνά της Ηπείρου, τα Τζουμέρκα.

Αχ! αυτή την Ήπειρο, πώς την αγαπούσε! Στους πρώτους μήνες της Κατοχής, που οι περιστάσεις μάς έκαναν να βρεθούμε μοναχοί και πειναλέοι στο μικρό παλιό σπιτάκι μου, στην Εκάλη, μου εξιστόρησε τότε τη ζωή του και ξεδιπλώθηκε μπροστά μου η ιστορία του. Η ιστορία ενός πολύ φτωχού έλληνα, που είχε πάθος με τα γράμματα.

Ο πατέρας του ήταν αγροτικός ταχυδρόμος. Γύριζε στα άγρια βουνά της Ηπείρου από χωριό σε χωριό με τις κακοτοπιές και τα κρύα. Έχασε τη μητέρα του πολύ νωρίς σε κάποια γέννα δίχως γιατρό, δίχως βοήθεια, δίχως φάρμακα. Τον ανάθρεψε η βάβω του, η γιαγιά του. Αυτήν αγαπούσε, αυτήν γνώρισε για μητέρα και νομίζω πως και υστερώτερα κανέναν άλλον στον κόσμο δεν αγάπησε έτσι σαν τη γριά του βάβω.

– Σ’ αυτήν έτρεχα σαν μ’ έπιανε το παράπονο, σαν έκλαιγα, σαν φοβόμουνα…Όταν βροντούσε, όταν μάνιαζε ο καιρός σ’ αυτή τη βάβω έτρεχα κι έκρυβα το κεφάλι μου κάτω από την ποδιά της, καθώς καθότανε. Εκεί μ’ έπαιρνε σιγά – σιγά ο ύπνος και βρισκόμουν στον παράδεισο, κάτω από την ποδιά της. Σ’ αυτή την ποδιά που μύριζε χωριάτικη μπουγάδα και καμμένο ξύλο. Ακόμα άμα αναλογίζομαι τη μυρωδιά αυτή ζωντανεύει η βάβω μου. Για να μας θρέψει γύριζε στα χωριά και πουλούσε ό,τι μπορούσε και ύστερα με τα λεφτά αυτά πήγαινε ν’ αγοράσει αλάτι, γιατί ήταν κάτι το σπάνιο για τα χωριά μας. Και κουβαλούσε το τσουβάλι με τ’ αλάτι μια νύχτα δρόμο. Άμα αργούσε και μάνιαζε ο καιρός, κι έπεφτε σκοτάδι, και η βάβω δε φαίνουνταν από πουθενά μ’ έπιανε τρόμος πως χάθηκε. Αν μ’ άφηνε μοναχό σε τούτο το ντουνιά;…Τότε έβγαινα στο κατώφλι του χωριάτικου σπιτιού μας και φώναζα μέσα στη νύχτα, κάνοντας τα χέρια μου σα χωνί, μέσα στον αέρα και τη βροχή.

«Βάβω! βάβω! βάβω! Μη μ’ αφήνεις μοναχό». Μα τη φωνή μου την έπαιρνε ο αγέρας και το στόμα πλημμυρούσε από βροχή και δάκρυα. Αυτή ήταν η βάβω για μένα.

Στέρηση, φτώχεια, ορφάνια, να τι ήταν η ζωή μου στα πρώτα μου χρόνια πάνω στα Τζουμέρκα. Κι όμως μ’ έστειλε η βάβω μου στο σχολειό σα μεγάλωσα και στο σχολειό πρόκοψα. Τέλειωσα το δημοτικό με πολλούς επαίνους από το δάσκαλο. Άλλη χαρά, ίσως να μη γνώρισε η βάβω μου σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή.

Σ’ αυτήν χρωστώ τα γράμματα που έμαθα και σ’ αυτήν χρωστώ αν ζω ακόμα ως τα σήμερα. Μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη σιγαλιά της νύχτας και ν’ αφουγκράζομαι τη βροχή και τον αέρα που είναι για μένα η καλύτερη μουσική. Αμέ, από τη βάβω μου δεν έμαθα να χαίρουμαι την ομορφιά της έναστρης νύχτας και το τριζόνι που τραγουδούσε μέσα στο χορτάρι;

Κι εγώ παιδί, τ’ άκουγα όλ’ αυτά, κούρνιαζα κοντά στη βάβω μου και πίστευα πως η ομορφιά είναι το θάμα του Θεού!

Αλίμονο! Πώς αναποδογυρίστηκαν, και πώς αλλάξανε όλα για μένα και για τη βάβω μου σαν ήρθα στην καταραμένη Αθήνα».

Θυμάμαι τότε πόσο μου είχε κακοφανεί για το μίσος που είχε ο Κοτζιούλας για την Αθήνα. Ένιωθα σα να ‘μουνα εγώ ένα πετραδάκι της Αττικής, γιατί έτυχε να γεννηθώ στην Πλάκα της Παλιάς Αθήνας.

Μα ας ξανάρθουμε σε κείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα που γνώρισα τον Κοτζιούλα φερμένο με το Βάρναλη σπίτι μου. Σε λίγο κατέφθασε μια νοστιμούλα φοιτήτρια, τσαχπίνα, που κολακεύονταν για την αδυναμία που της έδειχνε ο Βάρναλης, και που, ως έμαθα κατόπιν, βασάνιζε με τα νάζια της το Γιώργο Κοτζιούλα.

Ο Βάρναλης ζήτησε από τη μητέρα μου να νοικιάσει ένα δωμάτιο για τη φοιτήτρια που τάχα ήταν άρρωστη.

Μα η μητέρα μου δεν έπαιρνε απ’ αυτά και του είπε να πάει να βρει δωμάτιο σε κανένα ξενοδοχείο. Του κακοφάνηκε και για καιρό δεν πέρασε από το σπίτι μας. Μονάχα ένα καλοκαίρι που έκανε φριχτές ζέστες ερχόταν τα μεσημέρια και πλάγιαζε σ’ ένα δωμάτιο κάτω στο ισόγειο. Είχε όμως τη συνήθεια, πριν να τον πάρει ο ύπνος ένα σωρό φορές ν’ ανασηκώνεται από το κρεββάτι, να κλειδώνει και ξεκλειδώνει την πόρτα για να βεβαιωθεί πως η κλειδωνιά δεν ήταν χαλασμένη. Ήταν το κουσούρι του εκείνο τον καιρό. Φυσικά ο θόρυβος αυτός ξεσήκωνε όλο το σπίτι και μας ανησυχούσε όλους. Έτσι έφυγε ο Βάρναλης  από την Εκάλη γιατί δεν τα πήγαινε καλά με τη μητέρα μου. Μα πρόφτασε να μου πει πάλι για τον αντεραστή του, τον Γιώργο Κοτζιούλα, πως άλλον νέον ποιητή δεν αναγνώριζε.

Ο Κοτζιούλας ήταν μια αγνή ψυχή. Έτσι μια μέρα απάνω στις τρυφερότητες με τη φοιτήτρια τής ομολόγησε πως πάνω απ’ όλα, κι απ’ αυτή την ίδια αγαπούσε τη βάβω του. Η κοπέλα άρχισε να τον κοροϊδεύει και να γελά.

– Τη σιχάθηκα αμέσως, μου είπε ο Γιώργος. Τέτιο παλιοθήλυκο είναι που δε μπορεί να καταλάβει τι ιερό πράγμα είναι η βάβω μου για μένα. Άσε που κοροϊδεύει και το Δάσκαλο, που εγώ τιμώ, κι ας τρέχει πίσω απ’ τα κορίτσια.

Ο Γιώργος εκείνο τον καιρό εργαζόταν ως διορθωτής σε εκδοτικούς οίκους που του βγάζαν την ψυχή να τον πληρώσουν. Έγραφε ωστόσο ποιήματα που με τη στέρησή του τύπωνε σε φυλλάδια και τα χάριζε σε φίλους.

Από τον ίδιο τον Κοτζιούλα έμαθα πως πριν εργαστεί ως διορθωτής είχε καταπιαστεί με πολλές δουλειές για να βγάλει το ψωμί του. Ωστόσο ήταν γραμμένος στο πανεπιστήμιο αφού πρώτα είχε τελειώσει το γυμνάσιο στην Άρτα. Στη φιλοσοφική σχολή ήταν ο καλύτερος ελληνιστής. Ήξερε δε περίφημα και τα Λατινικά. Δε γνώρισα άνθρωπο ν’ αγαπά με τόσο πάθος τα γράμματα! Πότε βρήκε τον καιρό, αναρωτιόμουν, να μάθει μοναχός τόσο καλά τα Γαλλικά και τη Γαλλική λογοτεχνία ώστε κανένας Γάλλος ποιητής να μη του είναι άγνωστος. Αγαπούσε τον Ρεμπώ, τον πρώτο ιμπρεσσιονιστή και το περίφημο ποίημά του, το «Μεθυσμένο καράβι» το αποστήθιζε όλο απέξω.

– Πότε βρήκες τον καιρό, βρε Κοτζιούλα, του έλεγα, και κάθησες και έμαθες τόσο καλά τα Γαλλικά;

– Ω! αυτή είναι άλλη ιστορία, μου απάντησε γελώντας. Θα σου πω όμως πώς άρχισα να μαθαίνω. Είχα αγοράσει μια μέθοδο ελληνογαλλική και όποτε μπορούσα πήγαινα στο Γαλλικό ινστιτούτο. Μα σάματι πήγαινα ταχτικά; Δούλευα τότε θυμάμαι σε μια ταβέρνα κατά τα Σφαγεία. Την είχε μια γριά και μου έδινε τροφή και μ’ άφηνε να κοιμηθώ σ’ έναν πάγκο από σανίδι. Εγώ σέρβιρα κι έπλενα τα πιάτα μαζί μ’ έναν άλλο φουκαριάρη μικρό. Σαν έφευγαν οι θαμώνες, άπλωνα τα χαρτιά σ’ ένα τραπέζι κι άνοιγα την ελληνογαλλική μέθοδο να μελετήσω. Μα μια νύχτα είδε η γριά το φως που έκαιγε, θύμωσε, πήρε τις φυλλάδες μου και τη μέθοδο και μ’ αγανάκτηση τα έριξε στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Θύμωσα πολύ, τόσο που μου ήρθε να τη χτυπήσω. Μα θυμήθηκα τη βάβω μου που ήταν γριά, που μου είχε μάθει να σέβουμαι όλους τους γέρους κι έτσι δεν μου πήγε να τη δείρω. Έφυγα όμως αγανακτισμένος μέσα στη νύχτα. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Πήρα το δρόμο ενός χωματόδρομου που μ’ έβγαλε ως τα ριζά του Υμητού.

Εκεί αποσταμένος ξάπλωσα καταγής κι έκλαιγα τη μαύρη μου τύχη. Να θες να σπουδάσεις και να μην μπορείς! Από αυτά τα άτιμα τα λεφτά που πουλήσαν το Χριστό.

Ανασηκώθηκα, τράβηξα πάλι τον ανήφορο και είδα από μακριά τα φώτα της Αθήνας που τρεμοσβήνανε…Αχ πώς μισούσα αυτήν την αφιλόξενη πολιτεία για τα φτωχά παιδιά που ’ρχονται από το χωριό.

Είχα έρθει με τόσα όνειρα στην Αθήνα! Λεφτά βέβαια δεν είχα, αλλά ο γυμνασιάρχης της Άρτας μού είχε δώσει ένα γράμμα και με σύσταινε σ’ ένα βουλευτή του τόπου μας. Ήμουν ο καλύτερος μαθητής, του έγραφε, και να με βοηθούσε.

Ο γυμνασιάρχης φεύγοντας από την Άρτα με βεβαίωσε πως ήταν καλός άνθρωπος ο βουλευτής αυτός και συγγενής του. Τον πίστεψα. Έτσι ξεκίνησα για την Αθήνα, μ’ αυτό το συστατικό γράμμα. Ο βουλευτής, είναι αλήθεια, με δέχτηκε καλά. Μου υποσχέθηκε ότι θα μου βρει δουλειά σ’ ένα γραφείο, αλλά να περάσω άλλη φορά.

Αυτό το άλλη φορά κράτησε πολύ καιρό. Τέλειωσαν τα λίγα παραδάκια που είχα. Βρέθηκα άστεγος, απένταρος, ξένος σε μια άστοργη πολιτεία. Είχα πέσει σε μεγάλη απελπισία. Τι να έκανα; Πού να πήγαινα; Πλάγιασα καταγής και προσπάθησα να ηρεμήσω. Η νύχτα κόντευε να τελειώσει. Είχα περπατήσει χωρίς να το καταλαβαίνω πολύ. Είχα μουσκέψει στον ιδρώτα και τώρα με το χάραμα που έπεφτε η δροσιά, άρχισα να κρυώνω. Είχα σύγκρυα κι άρχισα να τρέμω από το κρύο. Αχ να είχα ένα φλυτζάνι καφέ να έπινα και λίγο ψωμί! Πεινούσα, κρύωνα και ήμουν μοναχός απέναντι σε τούτη την πολιτεία που έβλεπα τα φώτα της να τρεμοσβήνουνε. Σύρθηκα σ’ ένα απάνεμο μέρος σε κάτι πέτρες που σχηματίζανε σα μια μικρή σπηλιά. Εκεί λαγοκοιμήθηκα, ως φαίνεται, όταν ξαφνικά άκουσα τα γαυγίσματα ενός σκύλου κι ευθύς τα κουδουνάκια από ένα κοπάδι πρόβατα. Με πήρε αμέσως η μυρωδιά του κοπαδιού καθώς ήμουν μαθημένος απ’ αυτά. Έξαφνα ξεπρόβαλλε μπροστά μου ένας ψηλός άνθρωπος που κρατούσε αγκλίτσα στο χέρι. Στάθηκε μπροστά μου και με καλημέρισε.

– Ω! ρε τι κάνεις εδώ, λεβεντόπαιδο; Μη δε μπορείς; Μη θέλεις τίποτα;

Του απάντησα πως μ’ έπιασε λιγοψυχιά πως με διώξαν απ’ τη δουλειά μου και δε ξέρω τι να κάνω.

Ο τσοπάνος μού έριξε μια ματιά και μου είπε:

– Τι ήθελες, κατακαημένε, και ροβόλησες κατά την Αθήνα;

– Ήρθα να σπουδάσω! μα αντί σπουδή, βρήκα περισσότερη κακομοιριά και φτώχεια παρά στα χωριά μας…

Με ρώτησε από πού είμαι. Του απάντησα απ’ τα Τζουμέρκα της Ηπείρου.

Κι ο τσοπάνος μού έκανε!

– Εγώ είμαι από το Λιδωρίκι κι έχουμε τη συνήθεια να κατεβάζουμε τα ζα στο χειμαδιό. Ύστερα εδώ τα πουλάμε.

Κάθησε κοντά μου και ύστερα μου είπε:

– Κάτσε, ρε, να σου δώσω ψωμί από το σταρένιο από τα μέρη μας, να δεις τι γλύκα έχει! Κάτσε να σου αρμέξω και λίγο γάλα για να συνέλθεις, πατριώτη.

Με κόπο συγκρατούσα τα δάκρυά μου και τη συγκίνηση που μ’ έπνιγε.

– Αχ! αθάνατη Ρούμελη. Ποτέ να μην πεθάνεις!

– Αμ πεθαίνουνε, γιε μου, ποτέ τα ψηλά βουνά σα τα δικά μας; Εμείς δεν πεθαίνουμε. Πεθαίνουν μονάχα οι τρελοί σαν κι εσένα που ’ρχονται κατά δώθε και στριμώχνονται σ’ αυτό το σκυλολόι της Αθήνας. Ύστερα μου είπε. Κάτσε, γιε μου, εδώ όσο μπορείς να συνέλθεις. Σ’ αφήνω σήμερα το μισό καρβέλι μου, το σουγιά μου κι αύριο έχει ο θεός. Και με χαιρέτησε με μια κίνηση αρχοντικιά και χάθηκε από μπροστά μου.

Να, σκέφτηκα, ποιοι είναι οι αληθινοί άρχοντες του τόπου μας κι όχι αυτοί που θησαυρίζουνε με τον ιδρώτα του άλλου χωρίς να κάνουν τίποτα.

Και θυμήθηκα έναν ματζιαφόρο που έκανε τον κύριο και που έβγαζε το ψωμί του με την εκμετάλλευση των φτωχών παιδιών που έρχονταν από τα ορεινά χωριά να δουλέψουν στην Αθήνα. Ήταν τότε πασίγνωστα τα λουστράκια που κάθονταν με το κασελάκι τους στις γωνιές των δρόμων και καθάριζαν τα παπούτσια. Θυμάμαι που κάθονταν στη γωνιά της οδού Σταδίου και Συντάγματος, που ήταν άλλοτε το βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Εκεί στέκουνταν τα λουστράκια, λιάζουνταν στον ήλιο και δούλευαν μαζί. Φαινόνταν τόσο εύθυμα και ξένοιαστα. Πού να φανταζόμουν εγώ τι τραβούσαν τα παιδάκια αυτά που κατέβαιναν από την Ήπειρο και τη Ρούμελη . Κι εγώ δούλεψα λουστράκι κοντά στα παιδιά αυτά. Ό,τι κερδίζαμε τα έπαιρνα ο ματζιαφόρος. Ό,τι μας έδινε ήταν ένα κομμάτι ψωμί και στέγη. Ήταν ένα υπόγειο στενό που κοιμόμαστε φίρδην – μίγδην κατάχαμα όλα τα παιδιά. Μα γιατί τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά;»

Ο Γιώργος Κοτζιούλας έμεινε κάμποσο σ’ αυτή τη σπηλιά του Υμητού και θα ήταν ευχαριστημένος αν δεν είχε πουντιάσει για καλά, το βράδυ που ανέβηκε τρέχοντας ως το βουνό.

«Ναι, θα ήμουν ευχαριστημένος να ζω σ’ αυτή τη σπηλιά γιατί ήμουνα ξένοιαστος. Πρωί – βράδυ ο τσοπάνος μού έφερνε ψωμί και γάλα, μέσα σε μια ξύλινη χωριάτικη κούπα. Είχα έναν άνθρωπο κοντά μου που με καταλάβαινε, έναν πατριώτη. Μα ο πυρετός κι ο βήχας με αφάνιζαν. Να όμως που η τύχη πάλι με βοήθησε.

Εκεί που καθόμουνα έξω από τη σπηλιά βλέπω ν’ ανεβαίνει κατά τον ανήφορο ένα παράξενο πλάσμα. Γεράκος ήταν; Παιδί ήταν; Ανέβαινε κούτσα – κούτσα μ’ ένα μπαστούνι τον ανήφορο. Όσο πλησίαζε έβλεπα πως το πρόσωπό του ήταν νεανικό. Μα ως φαίνεται ήταν ανάπηρος και κούτσαινε από το ένα του πόδι. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να σκαρφαλώνει αρκετά γρήγορα το βουνό. Κρατούσε στο ένα του χέρι θυμάρι, ρίγανη κι έψαχνε να βρει ολόγυρά του κι άλλα βότανα. Έφθασε κοντά μου και κάθησε καταγής μ’ ένα «ουφ» για να ξαποστάσει. Ανάσαινε με λίγη δυσκολία. Τότε πρόσεξα πως το παιδί ήταν ανάπηρο και με κόπο μπόρεσε να καθήσει κατάχαμα, γιατί το ένα του ποδάρι δε λύγιζε. Φαινόταν τετραπέρατο. Με κοίταζε με περιέργεια. Στο τέλος με τόλμη ρώτησε:

– Τι γυρεύεις, ρε συ, εδώ απάνω; σαν να ήταν δικά του τα οικόπεδα.

Του απάντησα θυμωμένος:

– Κι εσένα τι σε νοιάζει;

– Έτσι ρωτάω. Εγώ, εξακολούθησε το ανάπηρο παιδί, κάθομαι στα ριζά του βουνού, μαζί με τον πατρυιό μου. Με δέρνει αλύπητα αν δεν του μαζέψω ρίγανη και ό,τι άλλο βρω, για να τα πουλήσει. Αλλά εξόν από αυτά είμαι κι έμπορος, έκανε καυχησιάρικα το αγόρι. Πουλώ τσατσάρες, καζαμίες, πουλώ όλες τις φυλλάδες που μαζεύω στα πρακτορεία. Έχω πελατεία σπουδαία. Πάω απάνω στη Δεξαμενή στο Κολωνάκι που μαζεύονται οι μεγάλοι γραφιάδες. Μου αγοράζουνε μπόλικα. Ας μην είναι όλοι τους πλούσιοι είναι γκουβαρντάδες.

Έχεις ακουστά για τον Βάρναλη. Είναι ο πιο καλός μου πελάτης. Μου τραβάει τ’ αφτιά, μου λέει κάμποσα αστεία, ύστερα με βάζει μαζί με τους μεγάλους και με ταΐζει. Αύριο θα σου φέρω καμμιά φυλλάδα δικιά του να διαβάσεις τα τραγούδια του».

Ο Γιώργος Κοτζιούλας χάρη στον καινούριο του φίλο γνώρισε κι άλλους ανθρώπους των γραμμάτων. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Κοτζιούλας εξέδωσε τα πρώτα ποιήματά του, βρέθηκαν άνθρωποι να τον υποστηρίξουν. Κανείς όμως από όλους αυτούς δεν υποπτεύθηκε ποτέ τη δυστυχία μέσα στην οποία ζούσε. Με κόπο ειχε βρει λεφτά και είχε γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική σχολή, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να εργάζεται ως διορθωτής ενός εκδοτικού οίκου. Κι όταν είχε οίστρο έγραφε για τον εαυτόν του. Ο Καρθαίος, ο περίφημος αυτός άνθρωπος και ποιητής, ενθουσιάστηκε με τα ποιήματά του. Ο Μυριβήλης το ίδιο. Όπως και ο Αυγέρης που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί ήταν και πατριωτάκι του.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν από τη φύση του πολύ περήφανος κι έκρυβε συστηματικά τη μεγάλη του φτώχεια. Όταν έφτυσε αίμα και του παρουσιάστηκε η φυματίωση, αμέσως ο Καρθαίος όπως κι όλοι οι συγγραφείς τον βοήθησαν να μπει στο σανατόριο της Πάρνηθας. Τον περιέβαλλαν με στοργή και τον βοήθησαν οικονομικά.

«Για πρώτη φορά στη ζωή μου, μου εξομολογήθηκε κατόπιν ο Κοτζιούλας, έπεσα στο κρεβάτι με σεντόνια, και τι σεντόνια! Ολοκάθαρα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα, κοιμήθηκα σαν άνθρωπος.

Ο Καρθαίος, η ευγενικιά αυτή ψυχή, ερχόταν τακτικά και μου έδινε κουράγιο. Εγώ πάλι για να τον ευχαριστήσω του χάριζα τα τραγούδια μου που τα έγραφα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Παραδεισένια μου φάνηκε η ζωή του σανατορίου! Να τρως δίχως έγνοια, να σου φέρνουν το φαΐ στο δίσκο και να σε ρωτάνε αν θέλεις κι άλλο. Πρωτάκουστα πράγματα αυτά για μένα».

Ο νεαρός του φίλος, το κουτσό παιδί, τον ακολούθησε πιστός ως την Πάρνηθα. Το καλοκαίρι καθότανε σε μια καλύβα φτιαγμένη από έλατα μαζί με τον πατρυιό του. Την ημέρα γύριζε στα ξενοδοχεία, στο σανατόριο, πουλούσε εφημερίδες, οδοντόπαστες και ό,τι άλλο ζητούσαν οι πελάτες. Το φτωχό αυτό παιδί, που για να βγάλει το ψωμί του έκανε τον μικρέμπορα, είχε πολύ αφοσιωθεί στον Κοτζιούλα. Είχε χειρονομίες άρχοντα. Με τα λεφτά που κέρδιζε κατέβαινε στην Αθήνα για να αγοράσει του άρρωστου φίλου του τα βιβλία που ποθούσε να διαβάσει. Αυτός πάλι για ανταμοιβή δεν ζητούσε άλλο παρά να του χαρίσει τα ποιήματα που έγραφε.

Η παραδεισένια ζωή του σανατορίου δε μπόρεσε να κρατήσει πολύ. Είτε γιατί τα λεφτά τελειώσανε, είτε γιατί οι γιατροί βρήκανε πως μετά από έξι μήνες η υγεία του αποκαταστάθηκε.

Και να πάλι ο Γιώργος Κοτζιούλας μοναχός με επισφαλή υγεία δίχως δουλειά.

Και εδώ πάλι ξαναφαίνεται η αγνή φιλία του πιστού του φίλου.

– Έλα να καθήσεις μαζί μου στην καλύβα για να κάνεις την αποθεραπεία που χρειάζεται. Μη σε νοιάζει για τίποτα! Εγώ θα σου φέρνω να φας και θα σου βρω και βελέντζες.

Αλλά ο Κοτζιούλας περήφανος καθώς ήταν δίστασε πολύ να δεχτεί τέτοια προσφορά. Αλλά ο τετραπέρατος νεαρός του φίλος για να μην τον πληγώσει του έβαλε ένα όρο. Ό,τι θα έγραφε θα ήταν καταδικό του. Και ότι μια μέρα θα τύπωνε αυτός ο ίδιος τα ποιήματά του. Του εξομολογήθηκε πως η φιλοδοξία ήταν ν’ ανοίξει μια μέρα ένα τυπογραφείο με τις οικονομίες του. Ο Γιώργος Κοτζιούλας με χαρά τότε δέχτηκε να παραδώσει στους φίλους του όλη του την παραγωγή. Αυτός ο πανέξυπνος νεαρός φίλος του Κοτζιούλα κατόρθωσε ν’ ανοίξει αργότερα ένα τυπογραφείο στην οδό Σόλωνος. Έτσι τυπώθηκαν κανονικά σε φυλλάδια τα ποιήματά του. Ο Βάρναλης είχε κατενθουσιαστεί με τα ποιήματα αυτά και δεν έπαυε να λέει πως ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν ο μόνος προλετάριος ποιητής στην Ελλάδα. Έλεγε πως ήταν τα μόνα πηγαία σύγχρονα τραγούδια που έβγαιναν από το νέο αυτό ποιητή. Γι’ αυτό τον αγαπούσαν οι ταπεινοί άνθρωποι του λαού, γιατί αφορούσαν το μόχθο και τη ζωή των φτωχών ανθρώπων. Αλλά με όσα καλά λόγια να έλεγε ο Βάρναλης γι’ αυτόν, όσο κι αν τον θαυμάζανε οι διανοούμενοι της εποχής, ο Κοτζιούλας δεν το έπαιρνε απάνω του. Δεν ήταν φιγουρατζής, δεν αγαπούσε να γίνεται λόγος για τ’ όνομά του και προπαντός για τη φτώχεια του. Αυτό που ήθελε ήταν να τον σέβονταν ως Ποιητή.

Γι’ αυτόν ο Ποιητής έπρεπε ν’ αντιπροσωπεύει κάθε τι το ωραίο. Έπρεπε να ενσαρκώνει όλους τους καημούς και τους πόθους της ράτσας του.

«Η ράτσα μου είναι οι φτωχοί κι αδικημένοι άνθρωποι του χωριού όπως και της πολιτείας».

Ξεχώριζε τους πνευματικούς ανθρώπους και τους τιμούσε. Με τι σεβασμό μιλούσε για τους γεροντότερους, για τον διηγηματογράφο Τραυλαντώνη που πήγαινε στο φτωχικό του σπίτι στου Ζωγράφου σαν σε προσκύνημα.

«Αυτοί μας ανοίξανε το δρόμο και τα μάτια μέσα στην κακομοιριά και το σκοταδισμό της εποχής».

Για τους πλούσιους όμως είχε μια απέραντη αδιαφορία, για να μην πω αντιπάθεια. Κι όμως δεν ξέρω αν μπορώ να το πω αυτό γιατί ο Γιώργος Κοτζιούλας είχε μια καρδιά μικρού παιδιού.

Την Εκάλη, που τότε καθόμουν, δεν την πολυσυμπαθούσε.

«Είναι η βιτρίνα των πλουσίων. Η εταιρεία τη χάλασε, έκανε αυτοκινητόδρομους κι έκοψε τα περισσότερα πεύκα».

Το δικό μου όμως σπίτι τ’ αγαπούσε γιατί ήταν φτιαγμένο σα χωριάτικο, του τύπου της παλιάς Λειβαδιάς, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Ανάβαμε το τζάκι και καψάλιζε το ψωμί του απάνω στα κούτσουρα.

«Έτσι μου το καψάλιζε η βάβω μου το ψωμί πριν πάω στο σχολειό μου. Μ’ αρέσει η μυρωδιά του καψαλισμένου ψωμιού. Έτρωγα το ψωμί πασαλειμένο με λάδι. Ήταν για μένα η μεγαλύτερη πολυτέλεια.

Καημένη, Λιλίκα, σε λυπάμαι που δεν ξέρεις καλά την Ελλάδα. Δεν έχεις ζήσει στα φτωχά χωριά μας. Εσείς μέσα στην Αθήνα ζείτε σε μια ψεύτικη βιτρίνα…

Μικρός δεν είχα ιδεί ποτέ παιχνίδι, εκτός από τις χρυσόμυιγες που έδενα στο σπάγγο και τις αμάδες που έπαιζα στο χώμα. Ξυπόλητος ανατράφηκα και μόνο στα κρύα τα πολλά φορούσα τα τσουραπάκια που μου έπλεκε η βάβω μου. Σαν πρωτοείδα άσπρο ψωμί στην Άρτα, που πήγαινα στο Γυμνάσιο, το θαύμασα!

Όσο για γιατρό, ποτέ δεν είδαμε στα χωριά μας. Όταν μου πόναγε τ’ αφτί, η βάβω μου με λίγο λαδάκι έπιανε τη βελόνα που έπλεκε και έσπαζε το απόστημα. Έτσι κουφάθηκα από το ένα αυτί. Η βάβω μου με παρηγορούσε: «Γι’ αυτό ο θεός, γιόκα μου, μας έδωσε δυό αυτιά. Άμα χαλάσουμε το ένα να μας μείνει το άλλο».

Την πίστεψα κι έτσι δεν πολυσκοτίστηκα σα με φωνάζανε κουφάλογο στο σχολείο οι άλλοι συμμαθητές».

Όταν ο Κοτζιούλας ανακάλυψε τον άλλο πολιτισμό, το Γαλλικό, κι έκανε παρέα με δασκάλους του Ινστιτούτου, τέντωνε τ’ αυτιά ν’ ακούσει καλά. Άκουγε και δεν πίστευε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόποι που δε βασιλεύει τόση δυστυχία.

Συνδέθηκε μ’ ένα νέο γάλλο φιλόλογο, που, όπως μου έλεγε, του χρωστούσε πολλά. Γιατί του άνοιξε τα μάτια να βλέπει προς το δυτικό πολιτισμό. Ο Κοτζιούλας τον δίδασκε νεοελληνικά κι αυτός γαλλικά.

Ρίχτηκε με πάθος στο διάβασμα της γαλλικής φιλολογίας. Λες κι είχε έμφυτη τη μουσική της ποίησης ακόμα και στα γαλλικά. Ο ρυθμός των στίχων του Βεράρεν που ανεκάλυπτε τον ενθουσίαζε. Και τα ποιήματα του Βερλαίν τού γέμιζαν τη ψυχή μελαγχολία.

Ο νέος γάλλος καθηγητής που γνώρισε έμεινε κατάπληκτος που ο Κοτζιούλας με τόση ευκολία μάθαινε τα γαλλικά και τα συγκρατούσε. Η περίφημη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου στάθηκε γι’ αυτόν ο παράδεισος. Τον έβλεπες από το πρωί ως το βράδυ χωμένο μέσ’ στα βιβλία. Ξεχνούσε να φάει κι ακόμα να πάει στη δουλειά του. Αυτό το αντιλήφτηκε ο νέος γάλλος φιλόλογος και με λεπτότητα τα μεσημέρια πήγαινε και του έκανε παρέα και τρώγανε κανένα σάντουιτς.

Ο νέος φίλος, ο εμποράκος που πουλούσε τσατσάρες, αντιλήφθηκε το πάθος του για τη μάθηση των Γαλλικών και του είπε:

– Μη δουλεύεις κάμποσο καιρό και μη νοιάζεσαι για την πληρωμή του νοικιού. Ένα μόνο θέλω από σένα, να μου λες στα ελληνικά ό,τι διαβάζεις, να μαθαίνω κι εγώ τι λένε τα ξένα βιβλία γιατί δεν έχω καιρό να μάθω τα γαλλικά.

Έτσι ο Γιώργος Κοτζιούλας έμαθε για λίγο διάστημα τέλεια τα γαλλικά. Ενδιαφερόνταν για τις τελευταίες εξελίξεις της γαλλικής ποίησης. Διάβαζε τους νέους τότε γάλλους ποιητές τον Κοκτώ, τον Ελυάρ και άλλους.

Ωστόσο ένιωθε πως έπρεπε να πιάσει δουλειά. Έγινε διορθωτής σε διάφορους εκδοτικούς οίκους και ιδίως του Δημητράκου, που ήταν σπουδαίος κακοπληρωτής. Δούλεψε κάμποσα χρόνια σε διάφορους εκδοτικούς οίκους με την ελπίδα μια μέρα να πάρει σύνταξη από αυτή τη δουλειά. Στο μεταξύ μετέφραζε διάφορα κομμάτια για εφημερίδες και περιοδικά. Αλλά δε μπόρεσε να προκόψει στις εφημερίδες, γιατί έπρεπε να είναι «ατσίδας» με όλη τη σημασία της λέξεως. Στα περιοδικά γρήγορα σταμάτησε να γράφει γιατί του ζητούσαν κατώτερης ποιότητας κείμενα.

«Μου ζητούσαν, έλεγε, όχι να γράφω για το λαό ν’ ανοίξει τα μάτια του· ήθελαν να τον στραβώνω. Η συνείδησή μου δεν μου το επέτρεπε».

Ο Κοτζιούλας τραβούσε τον ίσιο δρόμο πάντα. Δεν ήθελε να βλάφτει κανένα συνάδελφό του, ενώ οι άλλοι τον κοροϊδεύανε μπροστά και πίσω από τη ράχη του. Δεν καταδέχουνταν να τον κάνουν παρέα γιατί είχε τρόπους χωριάτικους.

Μια μέρα λ.χ. είχε φυλαγμένο ένα μεγάλο χωριάτικο λουκάνικο στην πίσω τσέπη του παντελονιού του, διπλωμένο σε μια εφημερίδα. Όταν ένας συντάκτης παραπονέθηκε πως πεινούσε γιατί ήταν περασμένη η ώρα και λεφτά δεν πλήρωνε το ταμείο του περιοδικού, αυθόρμητα ο Γ. Κοτζιούλας και με καλωσύνη βγάζει από την τσέπη του το λουκάνικο. Του το είχε δώσει ένας συγχωριανός του. Το τι γίνηκε μέσα στο γραφείο από τα γέλια από τα χάχανα και την καζούρα δεν περιγράφεται. Ο συντάκτης, ένας νεαρός αυθάδης του φώναζε:

– Καημένε, Γιώργο, ποτέ δε θα γίνεις άνθρωπος. Είσαι ένας βρωμιάρης. Άκου να το κρατάς στην τσέπη του κόλου σου και να θέλει να μου το δώσεις να το φάω. Δέστε τον μεγάλο ποιητή, πού κρύβει τα λουκάνικα που πρόκειται να φάει και να προσφέρει.

Ο καημένος ο Γιώργος Κοτζιούλας όπως ήταν κομμάτι κουφός δεν κατάλαβε τι του συνέβαινε. Είδε τους άλλους να γελάνε και τα έχασε. Μα μόλις αντιλήφτηκε πως οι συνάδελφοί του τον κάνανε ρεζίλι άναψε από θυμό, κατακοκκίνησε, τους έβρισε «παλιο-ζαγάρια του κερατά» κι έφυγε τρέχοντας με δάκρυα σχεδόν στα μάτια. Ήταν πολύ εύθικτος, πολύ ευαίσθητος και ούτε καταλάβαινε ούτε υπέφερε την ειρωνεία. Δε συγχωρούσε να τον κοροϊδεύουν. Από του φυσικού του ίσως να ήταν φιλύποπτος ή άραγε τον έκανε η ζωή;

Πάντως δεν έπαιρνε από αστεία. Ήθελε να τον σέβονται πρώτα ως ποιητή και δεύτερον ως άνθρωπο.

Στις εφημερίδες πάλι δείλιαζε να πάει. Μια μέρα ανέβηκε στο Ελεύθερο Βήμα που διευθυντής ήταν τότε ο ευγενέστατος κύριος Συριώτης. Τον έβαλε μέσα στο γραφείο του, τον περιποιήθηκε του παράγγειλε καφέ και του μίλησε για τα ποιήματά του με θαυμασμό. Το πρόσωπο του Κοτζιούλα κατεβαίνοντας από τα γραφεία του Συριώτη έλαμπε από χαρά. Υποσχέθηκε να τον κάνει διορθωτή μέσα στην εφημερίδα.

– Λοιπόν, Γιώργο, τον ρώτησα κάτω στην είσοδο της εφημερίδας που τον συνάντησα, από πότε θα πιάσεις δουλειά;

Με κοίταζε έκπληκτος.

– Εγώ να πιάσω δουλειά; έκανε, σ’ αυτό το αριστοκρατικό περιβάλλον; Δεν είσαι στα καλά σου!

– Εσύ δεν είσαι στα καλά σου, Κοτζιούλα, να χάνεις τέτοια ευκαιρία! Να μη πιάνεις δουλειά σ’ ένα συγκρότημα που είναι σπουδαίο! Χάνεις μια ευκαιρία ίσως την καλύτερη της ζωής σου…

Αλλά ο Γ. Κοτζιούλας ήταν γεννημένος να χάνει όλες τις καλές ευκαιρίες της ζωής του. Σ’ αυτό έφταιγε ο χαρακτήρας του αλλά και η βαρηκοΐα του.

Ήταν τελειόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής και ο θεός ξέρει με τι ξενύχτια και τι κόπους παρακολουθούσε τα μαθήματα. Όλοι οι καθηγητές του ομολογούσαν πως ήταν από τους καλύτερους νέους ελληνιστάς και λατινιστάς. Θα  έπαιρνε σύντομα το πτυχίο του με τον καλύτερο βαθμό. Αλλά ο Γ. Κοτζιούλας ήταν άτυχος στη ζωή του, και μπορώ να πω και μετά το θάνατό του, αφού και σήμερα λίγοι γνωρίζουν το ποιητικό του έργο.

Η πρώτη ατυχία του, λοιπόν, ήταν στις παραμονές των εξετάσεων να βρεθεί έξω από το Πανεπιστήμιο μέσα στο συνωστισμό, δεν είχε καταλάβει πώς μπλέχτηκε μέσ’ στο μπουλούκι των φοιτητών που ξεφώνιζε τα αιτήματά του. Όπως ήταν κουφός δεν πήρε είδηση τι γινόταν όταν τους μπλόκαρε η αστυνομία, που τον έπιασε. Ευθύς γράφτηκε τ’ όνομά του από την Ασφάλεια κι έτσι τον απόκλεισαν από τις εξετάσεις.

Εκείνο το περιστατικό στάθηκε αφορμή ν’ αλλάξει ο χαρακτήρας του Κοτζιούλα. Έγινε πιο φιλύποπτος, απομακρύνθηκε από τους ανθρώπους, κλείστηκε στον εαυτόν του και στη φτώχεια του, πιστή ακόλουθο σ’ όλη του τη ζωή. Πικράθηκε πολύ που δε μπόρεσε να δώσει εξετάσεις ύστερα από τόσους κόπους κι αγωνίες.

Η υγεία του χειροτέρεψε. Η κουφαμάρα του αυξήθηκε. Συχνά έφτυνε αίμα και το έκρυβε. Η κρίση της μισανθρωπιάς μεγάλωνε. Άρχισε να υποπτεύεται και τους καλύτερους φίλους πως κάτι του σκαρώνανε. Εργάζονταν τότε σ’ ένα περιοδικό ως διορθωτής και μεταφραστής. Ο Διευθυντής του περιοδικού, ας μη λέμε ονόματα, ήταν παράξενος και  πρεζάκιας. Ήταν και κακοπληρωτής. Τον βασάνιζε τον Κοτζιούλα. Με το σταγονόμετρο τού έδινε ό,τι του χρωστούσε. Ο πρεζάκιας διευθυντής στο τέλος αυτοκτόνησε. Ο Γ. Κοτζιούλας μόλις έμαθε τον τραγικό του θάνατο, μ’ όλο που του φερότανε άσχημα, ξέσπασε σε λυγμούς.

Ένα βράδυ καθόμαστε κοντά στο τζάκι με τ’ αναμμένα κούτσουρα στο σπιτάκι της Εκάλης, πριν το καταλάβουν οι Γερμανοί και μας βάλουν στο υπόγειο.

Καθόμαστε εκειδά και μου διηγόταν τα βάσανά του, όσοι τον παιδέψανε στη ζωή μ’ αυτά τ’ άτιμα τα λεφτά. Ένας απ’ αυτούς τους κακοπληρωτές, όπως είπαμε, ήταν κι αυτός που αυτοκτόνησε. Όλο το βράδυ, μιλούσαμε γι’ αυτόν. Έξω φύσαγε άγριος αέρας και η νύχτα ήταν σκοτεινή.

– Έχει χάζι, μου λέει ο Γ. Κοτζιούλας χαμογελώντας να ’ρθει ο μακαρίτης σα φάντασμα και να μου παίξει κανένα παιχνίδι…και γέλασε πικρόχολα.

– Τι λες, μωρέ Γιώργο, πιστεύεις στα φαντάσματα, του κάνω και γέλασα κι εγώ.

– Όχι στα φαντάσματα μα στα κακά πνεύματα! Θα μ’ έχει άχτι ο μακαρίτης που μέσα στα μεσάνυχτα τού έβγαλα τα κουσούρια. Όλα είναι μυστήριο μέσα στη ζωή, όπως μετά το θάνατο, είπε ο Σαίξπηρ.

Όπως ήταν περασμένα μεσάνυχτα ανέβηκα εγώ στο απάνω δωμάτιο κι ο Γιώργος κοιμήθηκε κάτω από το δικό μου.

Ο Γ. Κοτζιούλας είχε τώρα αποκτήσει περίεργες μανίες. Πρώτον να μη βάζει τίποτα στο ψυγείο από ό,τι έφερνε να φάει. Τα πηρούνια του, τα μαχαίρια του, τα ποτήρια του τα έβαζε ξέχωρα από τα δικά μου. Ίσως από λεπτότητα γιατί ήταν φυματικός. Έβαζε και τα ασπρόρουχά του που τα ’φερνε φρεσκοπλυμένα η γυναίκα του. Αλλά ο θησαυρός του ήταν τα τελευταία ποιήματα. Αλλά του κόλλησε η ιδέα πως η συντρόφισά του θα του τα έκαιγε. Γιατί μια φορά του είχε πει πως καλύτερα θα ήταν να κοιτά τη δουλειά του παρά να κάνει ποιήματα. Άδικο είχε, γιατί η γυναίκα του τον αγαπούσε και τον θαύμαζε. Μα, όπως είπαμε, ο Γιώργος Κοτζιούλας περνούσε από κρίσεις μισανθρωπίας. Σηκώνουνταν πολλές φορές τη νύχτα και την ημέρα ακόμα να δει αν τα χειρόγραφά του ήταν στη θέση τους δηλαδή στο πάνω ράφι της ντουλάπας.

Πέσαμε λοιπόν να κοιμηθούμε, ο αέρας τράνταζε το παλιό σπίτι σαν καρυδόφυλλο κι άργησα πολύ να κοιμηθώ. Η νύχτα θα ήταν προχωρημένη όταν άκουσα ένα γδούπο κι ευθύς αμέσως φωνές και βογγητά. Φοβήθηκα μήπως ο σκύλος μου, ο Παν, που είχα κλεισμένο στην τραπεζαρία έριξε το εικονοστάσιο με το αναμμένο καντήλι. Ο σκύλος γαύγιζε μανιασμένα αλλά άκουγα και βογγητά ανθρώπινα. Κατέβηκα τη σκάλα φοβισμένη για να δω τι γίνεται στο κάτω πάτωμα. Φωτιά δεν είχε πιάσει αλλά στο δίπλα δωμάτιο άκουσα βογγητά. Ανοίγω την πόρτα να μπω στο δωμάτιο που πλάγιαζε ο Κοτζιούλας και τι να ιδώ! Τον Γιώργο πεσμένο κάτω από την ντουλάπα ξαπλωμένο. Ευτυχώς η ντουλάπα δεν έπεσε μονοκόμματη απάνω του. Ήταν μισοανοιγμένη κι έτσι δεν τον σκότωσε. Ο Κοτζιούλας όμως είχε πάθει σοκ. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα και σχεδόν μισολιποθυμισμένος. Όλα τα σύνεργά του, τα πιάτα, τα πηρούνια, οι ελιές του, είχαν πέσει απάνω του. Ευτυχώς ο θησαυρός του, δηλαδή τα ποιήματά του ήταν μέσα σ’ ένα χοντρό φάκελλο και δεν είχαν λερωθεί.

-Τι έπαθες, μωρέ Γιώργο, μέσα στα μεσάνυχτα; του φώναξα έντρομη.

– Ανέβηκα πάνω στο ντουλάπι να ιδώ μήπως μου κλέψαν τα χαρτιά μου.

– Δεν έβλεπες πως η ντουλάπα ήταν αδειανή και με το βάρος σου θα κατρακυλούσε απάνω σου;

– Σάματι είχα και ντουλάπα στο χωριό μου για να ξέρω. Εμείς οι χωριάτες κρεμάμε τα ρούχα μας σε πρόκες πάνω στον τοίχο. Αλλά τώρα να ιδούμε πώς θα βγω από δω κάτω, γιατί μου πλακώθηκε η καρδιά. Τράβα με από τα πόδια. Και πρόσεξε τα χαρτιά μου να μη λερωθούνε.

Με ρώτησε ακόμη μήπως έσπασε ο καθρέπτης της ντουλάπας και μας φέρει γρουσουζιά…

– Δεν έπρεπε εγώ μέσα στα μεσάνυχτα να λέγω κακό για τον Σταμ…που αυτοκτόνησε και η ψυχή του θάναι ταραγμένη.

– Τι είναι αυτά που λες, βρε Γιώργο. Είσαι στα καλά σου; Ο Σταμ. φταίει ή εσύ που όλο σηκώνεσαι τη νύχτα και ψαχουλεύεις τα χαρτιά σου;

– Άσε με τώρα, μη με μαλώνεις, γιατί θα σκάσω εδώ που βρίσκουμαι.

Τι να κάνω μοναχή μέσα στο σπίτι. Μπορούσα να τραβήξω τον Κοτζιούλα; Δεν είχα δύναμη. Η ντουλάπα ήταν βαρειά απ’ τις παλιές.

Βγαίνω στη βεράντα και φωνάζω κάτι εργάτες που δουλεύανε στο αντικρυνό σπίτι.

– Ε, ανθρώποι…Καλοί ανθρώποι…Βοήθεια! Τρεχάτε, έπεσε μια ντουλάπα και πλάκωσε έναν άνθρωπο.

Οι εργάτες ξαφνιασμένοι, μέσ’ τον ύπνο τους, ξυπνήσανε τρομαγμένοι και τρέξανε έξω κατά το σπίτι μου. Τρεις νοματέοι πασχίζανε να τραβήξουν τη βαρειά ντουλάπα και να βγάλουν μισολιπόθυμο τον Κοτζιούλα από τη δυσφορία. Τον ξαπλώσανε πάνω στο κρεβάτι του.

Εγώ τα είχα λίγο χαμένα γιατί ο Γ. Κοτζιούλας φώναζε πως θα πεθάνει, πως τον έπιασε η καρδιά του. Μα οι τρεις εργάτες αφού του δώσανε πρώτα νερό να πιεί και τον βεβαιώσανε πως δεν είχε χτυπήσει πουθενά, σηκωθήκανε και φύγανε.

Καθήσαμε στην Εκάλη ένα διάστημα μαζί. Ο Γ. Κοτζιούλας δεν έφευγε από το σπίτι. Εγώ ανεβοκατέβαινα στην Αθήνα γιατί εργαζόμουν ακόμα στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Καθόμαστε στην Εκάλη γιατί είχαν αρχίσει να κουρσεύουν τα σπίτια. Η κατάσταση ήταν ανώμαλη. Η Γαλλία είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς και εμείς με την ψυχή στο στόμα περιμέναμε τι θ’ απογίνουμε. Τον Κοτζιούλα δεν τον είχανε πάρει στο στρατό ούτε για βοηθητικό, γιατί τα πλεμόνια του ήταν σε κακά χάλια και γιατί ήταν και κουφός.

Μια μέρα καθώς ανέβαινα στην Εκάλη, είδα τον πρώτο γερμανικό στρατό να κατεβαίνει προς τα κάτω με τραγούδια. Έμεινα εμβρόντητη. Τους έβλεπα και δεν πίστευα ότι ήταν δυνατόν να έχει γίνει. Τρέχω στο σπίτι, αλαφιασμένη και λέω στον Κοτζιούλα πως κατέφθασαν οι Γερμανοί.

Ο Κοτζιούλας εκείνη την εποχή βρισκότανε στα σύννεφα. Δε διάβαζε εφημερίδες ούτε ξένες ούτε ελληνικές. Δεν ήθελε. Μ’ όλο που του έλεγα τι είχε συμβεί στη Γαλλία ήθελε να πιστεύει πως οι Γερμανοί που έβγαλαν τον Γκαίτε και τον Μπετόβεν ήταν πολιτισμένος λαός. Θα φέρνονταν σ’ εμάς τους Έλληνας με σεβασμό και τιμή.

– Είσαι στα καλά σου, βρε Γιώργο; Από δω και μπρος αρχίζουν τα βάσανά μας, του λέω.

Αλλά αυτός το χαβά του. Ύστερα από κάμποσες μέρες μου λέει.

-Έχω αφήσει στην Πεντέλη που καθόμουν σ’ ένα σπιτάκι που μου δάνεισε ένας τυπογράφος, τα στρώματά μου και όλα μου τα βιβλία. Έχω ένα ωραίο βιβλίο του Γκαίτε που μου χάρισε ο Καρθαίος. Δεν μπορώ ν’ αφήσω το δώρο του να πάει χαμένο. Έχω μάθει και κάμποσα γερμανικά. Θα πεταχτώ ως την Πεντέλη να πάρω τα πράγματά μου. Αν βρω εκεί Γερμανούς θα τους πω: Εσείς οι απόγονοι του Γκαίτε και του Μπετόβεν δεν μπορεί παρά να είστε ευγενικοί. Δεν πιστεύω καθόλου πως είστε βάρβαροι όπως λένε.

– Τρελάθηκες, βρε Κοτζιούλα. Κάτσε στ΄αυγά σου, εδώ στην Εκάλη ώσπου να ιδούμε τι θ’ απογίνουμε.

Δύο εικοσιτετράωρα με άκουσε κι έμεινε ήσυχος. Την τρίτη ημέρα δε βάσταξε και μου λέει:

– Δεν μπορώ ν’ αφήσω στα χέρια τους το δώρο του Καρθαίου. Θα πάω να το πάρω…Φεύγω! Έχε γειά!

Είπα με το νου μου πως δεν θα τον ξαναδώ πια, και σαν έκλεισε η πόρτα σφίχτηκε η καρδιά μου. Σκέφτηκα: «Αυτός είναι ο  Κοτζιούλας! Αργεί να πάρει είδηση τι γίνεται γύρω του. Όχι πως ήταν κουτός, ήταν μάλιστα πάρα πολύ έξυπνος. Και μ’ όλα τα βάσανα που είχε περάσει στη ζωή δύσκολα πίστευε στην κακία των ανθρώπων. Πίστευε με την αθωότητα της καρδιάς του πως οι Γερμανοί ήρθαν εδώ να προσκυνήσουν τα μνημεία μας και να χαιρετήσουν την Ελλάδα. Στο βάθος είχε μια παιδιάτικη τρυφερή ψυχή και ζούσε με τα βιβλία που διάβαζε. Ο Γκαίτε γι’ αυτόν ήταν ένας θεός. Πώς μπορούσαν λοιπόν οι Γερμανοί να είναι κακοί αφού βγάλαν ένα Γκαίτε; Μ’ αυτά τα όνειρα έφυγε ο Κοτζιούλας από το σπιτάκι μου στην Εκάλη.

Έμεινα κάμποσες μέρες να φυλάω τα πράγματα, δηλ. τις πόρτες και τα παραθύρια, που τα ξηλώνανε άγνωστοι τα βράδια. Την τέταρτη μέρα βαρέθηκα. «Ας τα κλέψουν όλα, είπα. Εδώ βρήκε μια καταστροφή όλη την Ελλάδα και θα φυλάω τα πράματα;»

Ξαφνικά την τετάρτη μέρα τα χαράματα ακούω σαν κάποιος ν’ άνοιξε τη σιδερένια πόρτα. Άκουσα βογγητά. Τρόμαξα και κατέβηκα κάτω στον κήπο. Και τι βλέπω! Έναν Κοτζιούλα τσακισμένο στα δυό να κρατάει τη μέση του και να βογγάει. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και γεμάτο από ματωμένες γρατσουνιές.

– Τι έπαθες, βρε Γιώργο; του λέω έντρομη. Ο Κοτζιούλας άσθμαινε, μόλις μπορούσε να μιλήσει. Τον βοήθησα και σύρθηκε ως την τζαμαρία του σπιτιού και ξάπλωσε σ’ένα ντιβάνι .

– Για λέγε τι έπαθες, τι σου συνέβηκε;

– Είναι οι λύκοι που κατέβηκαν από το βορρά. Είναι οι Ούννοι, οι βάρβαροι που δε ξέρουν ούτε ποιος είναι ο Γκαίτε, ο δικός τους Γκαίτε. Με κορόιδευαν κιόλας σαν τους μίλησα για τον ποιητή.

– Για λέγε, λοιπόν, τι σου κάνανε;

– Πήγα κατά κει που ήταν το σπιτάκι του τυπογράφου, και βρήκα όλη την περιοχή κλεισμένη με συρματοπλέγματα. Στην είσοδο φρουρούσε ένας Γερμαναράς με το όπλο στο χέρι. Τον πλησιάζω και του λέω με τα σπασμένα μου γερμανικά καλημέρα. Έπειτα του κάνω.

«Κύριε φρουρέ, είστε απόγονος του Γκαίτε και του Μπετόβεν και έχετε υποχρέωση να σέβεστε τον εαυτόν σας…Σας παρακαλώ να μ’ αφήσετε να μπω στο σπιτάκι μου που κατοικούσα – και του το έδειξα με το χέρι. Εκεί μέσα έχω τα στρωσίδια μου και τα βιβλία μου, κι έχω και τον Γκαίτε, τον μεγάλο σας ποιητή που θαυμάζω».

Το πρώτο που έκανε ο φρουρός ήταν να προτείνει το όπλο κατά πάνω μου και να φωνάξει σα μανιασμένος: Βας – βας. Του εξηγώ πάλι όσο μπορώ καλύτερα πως ήθελα τα βιβλία μου. Αυτός όμως επέμενε να μη μ’ αφήσει να περάσω με το όπλο στο χέρι. Άρχιζα να θυμώνω και να τους λέω πως δεν άξιζαν να βγάλουν ένα τέτοιο ποιητή.

Στο μεταξύ κατέφθασε ένας ανώτερος αξιωματικός. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω καλά – καλά κι έπειτα άρχισε να γελά και νε με φωνάζει «φερούχτ»!

Τότε εγώ θυμωμένος τους λέω: «Φερούχτ είστε εσείς που κάνετε τους καταχτητές και πήρατε τον τόπο μας».

Πίσω από τον αξιωματικό μαζεύτηκαν κι άλλοι γερμανοί κι αρχίσανε να με κοροϊδεύουν. Τότε εγώ όρμησα στα συρματοπλέγματα και ζητούσα τον Γκαίτε μου. Ο φρουρός άρχισε να πυροβολεί πρώτα στον αέρα. Όσο για τον αξιωματικό μ’ άρπαξε από το σβέρκο και μου έδωσε δυό χαστούκια τρανταχτά. Ύστερα με έριξε καταγής και με αγριοφωνάρες και κλωτσιές με πήγε και πέταξε σε μια μικρή ρεματιά όλο αγκάθια και κοτρώνια. Αυτός από πάνω κάγχαζε και πυροβολούσε. Αφού έφυγε, έμεινα κάμποσες ώρες εκεί, τσακισμένος. Μου πονούσαν τα νεφρά από τις κλωτσιές. Ύστερα από κάμποση ώρα παρουσιάστηκε ένας τσοπάνος.

– Το καλό που σου θέλω, πατριώτη, είναι να φύγεις το γρηγορώτερο από δω. Έχουν συρματοπλέξει τη μισή Πεντέλη και δεν αφήνουν κανένα από δω, τον πυροβολάνε. Κι εμένα παρά λίγο να με σκοτώσουνε.

Ροβόλησα κατά κάτω και εκεί βρήκα έναν αραμπά που πήγαινε κατά τη Σταμάτα. Τον παρακάλεσα και μ’ ακούμπησε εδώ στην πλατεία της Εκάλης.

– Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις;

– Θα μείνω εδώ ώσπου να μπορέσω να πάρω τα πόδια μου κι από κει θα πάρω τα βουνά.

Ο Κοτζιούλας ήταν απαρηγόρητος για τη γκάφα που έκανε. Όλο έλεγε: Να πάω εγώ να εξευτελιστώ μπροστά τους.

Σε λίγο καταλήφτηκε όλη η Εκάλη από τους Γερμανούς. Δίπλα στο μέγαρο του Τετενέ εγκαταστάθηκε ο αρχιστράτηγος των Βαλκανίων ο Φον Λίστ.

Στο σπίτι μου μπήκαν δυό γερμανοί και με ρώτησαν ποιος είναι αυτός που μένει μαζί μου. Τους είπα πως ήταν ένας φτωχός δάσκαλος που τον κυνηγούσαν οι κομμουνιστές.

Έκλεισαν όλη την περιοχή εκεί που καθόμαστε και μας δώσανε κάρτες για να μπαίνουμε ελεύθερα σπίτι μας. Ένα βράδυ μπήκε ένας γερμανός και ζήτησε να παίξει πιάνο. Δεν το είχα πουλήσει ακόμα γιατί ήταν της μητέρας μου που ήταν σπουδαία πιανίστα.

Ο Κοτζιούλας άμα είδε το Γερμανό μέσα στο σπίτι αγρίεψε και ήθελα να τον πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Του είπα να κάνει το κορόιδο για να μη μας σκοτώσουνε.

Ο γερμανός ήταν ευγενικός και υστερώτερα έφερε δυό φέτες ψωμί και χοιρομέρι. Ο Κοτζιούλας αν και πεινούσε πολύ δε θέλησε να το φάει. Αγρίεψε ο γερμανός.

– Γιατί δεν τρώει το ψωμί που του προσφέρω; με ρώτησε.

– Είναι άρρωστος, του απάντησα. Τον ταλαιπωρήσανε οι κομμουνιστές.

Ωστόσο ο Κοτζιούλας ξεθάρεψε κι άρχισε με την κάρτα που μας δώσανε οι γερμανοί να κατεβαίνει στην Αθήνα. Άρχισε να έχει μυστηριώδεις επαφές.

Μια νύχτα καταφθάνει με δύο νεαρά παιδιά περίτρομα. Μου λέει:

– Είναι εβραιόπουλα. Πρέπει να τα κρύψουμε. Είναι καθήκον μας.

Εκείνη τη στιγμή ακριβώς σταματάει μπροστά στο σπίτι ένα αυτοκίνητο γεμάτο γερμανούς. Μπαίνουνε μέσα στο σπίτι και με ρωτάνε ποια είναι. Τους λέω πως είναι συγγενόπαιδα δικά μου από τη Λειβαδιά. Τους λέω ακόμη πως ο πατέρας μου ήταν από παλιό Λειβαδίτικο σόι και τους δείχνω τα χαρτιά που ο Βλαχογιάννης τα είχε δώσει στον πατέρα μου και που δείχνανε πως ο ένας Νάκος ήταν της Φιλικής Εταιρείας και πως ήτανε παλιά οικογένεια με ιστορία. Οι γερμανοί εντυπωσιαστήκανε και  μας αφήσανε ήσυχους.

Μας μοιράσανε πάλι άσπρο ψωμί και χοιρομέρι. Αλλά πού να κατέβει στο λαρύγγι μου.

Σε μια στιγμή λέω του Κοτζιούλα σιγά: «Βρε τι φουρτούνα μου ’βαλες στο κεφάλι. Εδώ βλέπεις μπαινοβγαίνουνε γερμανοί…»

Τα καημένα τα εβραιόπουλα ήταν κάτωχρα και δεν τα χωρούσε ο τόπος. Θέλανε να φύγουνε, αλλά πού να πάνε;

Στο μεταξύ κατέφθασε μια όμορφη κοπέλα με παντελόνι. Ήταν η κόρη του Φον Λίστ, και ήθελε να μείνει στο σπίτι μου. Σε λίγο οι Γερμανοί κουβάλησαν και δεύτερο πιάνο. Αρχίσανε ευθύς να παίζουνε. Μπραμς νομίζω. Πού ν’ αντιληφθώ στην ταραχή μου, τι παίζανε; Όσο για τον Κοτζιούλα και τα παιδιά κατέβηκαν κάτω στην κουζίνα, περιμένοντας να δούνε τι θα βγει από όλη αυτή την ιστορία.

Όλη νύχτα οι Γερμανοί παίζανε πιάνο. Τα χαράματα άκουσα την πόρτα της κουζίνας ν’ ανοίγει. Κατέβηκα να δω τι γίνεται. Ο Κοτζιούλας άγρυπνος μού ψιθύρισε πως το καλύτερο στέκι για τα παιδιά θα ήταν το γκαράζ στο σπίτι του Σπύρου Μελά, που ήταν απέναντι από τη ρεματιά.

– Κι εγώ τι θα πω στους Γερμανούς αν με ρωτήσουνε τι γινήκατε; ρώτησα τον Κοτζιούλα.

– Να τους πεις πως τα παιδιά πάνε στο Μπογιάτι σε κάτι συγγενείς τους.

– Κι εσύ τι θα κάνεις, Γιώργο;

– Μη σε νοιάζει…Θα βρω τρόπο να φύγω στα βουνά. Έχε γεια! Και καλήν αντάμωση αν υπάρχει αντάμωση.

Ανέβηκα στο απάνω πάτωμα που οι Γερμανοί παίζανε ακόμα πιάνο. Ένας με ρώτησε πού είναι τα συγγενόπαιδά μου. Του απάντησα πως ήταν κουρασμένα και κοιμόντουσαν.

Για να τους απασχολήσω και να διευκολύνω έτσι τη φυγή του Κοτζιούλα και των δυό παιδιών, είπα στην κόρη του Φον Λίστ ότι είχα σπουδάσει μουσική. Αμέσως με παρακαλέσανε να τους παίξω κάτι στο πιάνο.

Άρχισα να παίζω την «απασσιονάτα» του Μπετόβεν. Ποτέ σονάτα δεν παίχτηκε με τόσο χτυποκάρδι. Έπαιζα σαν υπνωτισμένη με την αγωνία μήπως ακούσω κανένα πυροβολισμό.

Ευτυχώς το παίξιμό μου τους ευχαρίστησε και απασχολήθηκαν για ώρα μαζί μου. Τους έπαιξα  και τα «πρελούδια» του Σοπέν. Μου ζητούσαν διαρκώς και άλλο κομμάτι. Αυτό κράτησε ως τα χαράματα. Η δεσποινίς Λίστ μου ’πιασε τα δυό χέρια κι όλο μου ’λεγε γερμανικά: « είσαι κοντούλα, μα θαυματουργή. Θα έρθω να παίξουμε ακάτρ μαν».

Στο τέλος έφυγαν οι Γερμανοί κι απόμεινα μοναχή χωρίς να ξέρω τι απόγιναν τα παιδιά. Άραγες κρύφτηκαν στον κήπο του Σπύρου Μελά; Τους έβαλε μέσα; Τους φυγάδευσες; Ο Μελάς ήταν ικανός για γενναίες πράξεις. Πάντως δεν ακούστηκε τίποτα για λίγο καιρό. Κι από πάνω μου έφυγε μια μεγάλη αγωνία.

Ποτέ δε θα ξεχάσω τη φυσιογνωμία των δύο παιδιών και την τρέλα του Κοτζιούλα να τα φέρει στη φωλιά των Γερμανών, αφού ήξερε πως οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το σπίτι μου, όπως όλη την Εκάλη.

Πέρασε πολύς καιρός. Καιρός πείνας και δυστυχίας. Ούτε ήξερα πού βρίσκονταν ο Κοτζιούλας. Να κατοικούσε άραγες πάντα σ’ ένα στενάχωρο δωμάτιο στην ταράτσα κάποιας πολυκατοικίας όπως άλλοτε; Μου διηγόταν, θυμόμουν, τα μαρτύρια που είχε περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι σ’ αυτό το δωμάτιο δίχως νερό και δίχως φως. Για να δροσίσει τα χείλη του περίμενε να στάξουν λίγες σταγόνες νερό από ένα χαλασμένο σωλήνα. Κι από πάνω για ταβάνι, το μπετόν που έκαιγε σα φούρνος. Εκεί έκανε και τη δεύτερή του αιμόπτυση. Άσε που ζούσε με την αγωνία της ασφάλειας εξ αιτίας των φοιτητικών ταραχών που βρέθηκε μπλεγμένος. Δεν έβλεπα πια ούτε το φίλο του για να μάθω απ’ αυτόν πού βρίσκεται και τι γίνεται. Τον θυμόμουνα πολύ. Είχα ζήσει κοντά του και δεν ξεχνούσα τη λεπτότητά του ούτε την ψυχική του ευγένεια. Αλλά εκείνο τον καιρό ο καθένας από μας όλους ήταν απορροφημένος με την αγωνία του αύριο και τη συμφορά που έπεσε στον τόπο μας. Εγώ πουλούσα τσιγάρα μπροστά στο οφθαλμιατρείο. Ο Παπαστράτος έδινε δωρεάν στους λογοτέχνες για να τους βοηθήσει. Καθόμουν εκεί στα σκαλάκια με τη βαλίτσα ανοιχτή με τα κουτιά τσιγάρα. Ξαφνικά βλέπω να περνά από μπροστά μου ο πιστός φίλος του Κοτζιούλα. Κρατούσε ένα σάκκο στο χέρι.

– Βρε, Τσακίρη, τι γίνεσαι; Πού είναι ο Κοτζιούλας;

– Τσακωθήκαμε, μου απαντάει. Είναι κεφάλι αγύριστο. Του είπα να πουλάμε στη μαύρη αγορά ό,τι τρόφιμα βρίσκουμε. Γιατί εγώ γυρίζω τα γύρω χωριά. Και τι μου απάντησε; «Ου να χαθείς! Και είσαι και φίλος μου και θέλεις να σε μάθω κι αρχαία ελληνικά!». Τότε εγώ του είπα: «Βρε, χαζέ, τι σχέση έχουν τα αρχαία ελληνικά με το στομάχι μας. Έφεξες, κακομοίρη, από την πείνα! Δεν καταλαβαίνεις πως έπεσε στον τόπο μας λιμός;» Μου απαντά: «Σ’ έναν ελληνιστή και σ’ έναν ποιητή δεν επιτρέπεται να κάνει τέτοιες παλιοδουλειές. Μην κοιτάς, εσύ είσαι έμπορας. Από τσατσάρες πήδηξες τώρα στα τρόφιμα…Προβιβάστηκες!», μου είπε ειρωνικά. Με έθιξε. Αλλά εγώ είχα παιδί και γυναίκα να θρέψω. Θύμωσα και τον παράτησα. Από τότε δεν τον ξαναείδα.

Ο καιρός ωστόσο περνούσε όλο με αγωνίες και τρεχάματα για να ξεπουλήσουμε ό,τι είχαμε. Πώς θα ζούσαμε αλλιώς;

Ένα βραδύ, καθόμουν τότε τέρμα στην οδό Ομήρου με τη μητέρα μου, όταν ακούσαμε το κουδούνι της εξώπορτας. Τρομάξαμε γιατί η κυκλοφορία δεν επιτρέπονταν τέτοια ώρα από τους Γερμανούς. Φοβισμένη μισάνοιξα την πόρτα.

Και τι να ιδώ! Ένα σκιάχτρο! Τρόμαξα να γνωρίσω τον Κοτζιούλα.

– Τέτια ώρα εσύ, βρε Γιώργο; Δε φοβάσαι τους Γερμανούς;

– Ήρθα να σ’ αποχαιρετήσω. Φεύγω αύριο για τα βουνά… Εκεί που είναι η ελεύθερη Ελλάδα, που ζούνε άντρες που δεν φοβούνται το θάνατο.

– Καλά και η υγεία σου; τον ρώτησα.

– Να πάει στο διάβολο η υγεία μου…Τη βαρέθηκα. Ή να ζήσω ή να πεθάνω.

– Και πότε φεύγεις; τον ξαναρώτησα.

– Αύριο τα χαράματα.

– Θα φύγεις με άλλα παλικάρια; Πώς τα κανόνισες;

– Όχι! Θα πάω κατά το Δαφνί που περνάνε όλα τα λεωφορεία για τις επαρχίες. Εκεί θα ξαπλωθώ στο χωματόδρομο και θ’ ακούσω πότε θα περάσουν.

– Κι αν αποκοιμηθείς και δε τ’ ακούσεις;

– Επειδή είμαι εγώ κουφός, στραβοί είναι αυτοί;

Πάντα ο ίδιος, ο αδιόρθωτος Κοτζιούλας!

Η μάνα μου τον είχε για ξεγραμμένο. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στο σπίτι μας. Το χάραμα ήρθε να μ’ αποχαιρετίσει. Φιληθήκαμε. Τον είδα να φεύγει μέσα στο μισοσκόταδο, μια σκιά καμπουριασμένη απ’ την αδυναμία, να χάνεται στη στροφή του δρόμου.

Εδώ, είπα με το νου μου, τελειώνει η φιλία μου με τον Γ. Κοτζιούλα. Ούτε εγώ ήξερα αν θα επιζούσα της πείνας ούτε αυτός από το περίστροφο κανενός Γερμανού…

Πού να φανταζόμουν πως ο αρρωστιάρης αυτός νέος θα μεταμορφωνόταν σ’ ένα υγιέστατο παλικάρι και σ’ έναν ήρωα. Εκεί γνώρισε κι ένα δάσκαλο, τον Άρη Βελουχιώτη, που είχε γίνει κιόλας θρύλος σ’ όλα τα γύρω χωριά. Ο Γ. Κοτζιούλας προσκολλήθηκε με πίστη και ενθουσιασμό στον καπετάν Άρη! Έζησε κοντά του και τον βρήκε πως ήταν δίκαιος και καλός. Οραματίζονταν μια καινούργια Ελλάδα όπου θα βασίλευε η δικαιοσύνη και η τιμιότης.

Τα ψηλά βουνά τού δώσανε την υγεία του. Την υγεία του που είχε χαμένη στις βρώμικες πολιτείες. Θυμόταν με φρίκη και σιχασιά, την Αθήνα της Κατοχής που στα πεζοδρόμια στοιβάζανε τα σκουπίδια μαζί με τους πεθαμένους.

Τα ψηλά βουνά τού δώσανε και την αντρειοσύνη. Ο Κοτζιούλας πολέμησε σαν ήρωας, κοντά στον Βελουχιώτη. Άλλη φυσιογνωμία παρεξηγημένη, όπως μου είπε κατόπιν ο Κοτζιούλας.

“Δεν ήτανε αιμοχαρής όπως τον παραστήσανε. Με τιμιότητα, έδινε την δικαιοσύνη σε όποιον αδικείτο, στα λαϊκά δικαστήρια που γίνονταν πάνω στα βουνά.” Εκεί απάνω γνώρισε και μια ωραία καπετάνισα που την έκανε γυναίκα του. Τη βομβάρδιζε με ωραία σονέτα. Η γυναίκα αυτή του στάθηκε πιστή, και χάρισε στον Κοτζιούλα ένα γιο. Αυτά βέβαια τα έμαθα πολύ υστερώτερα, σαν φύγανε οι γερμανοί.

Ο Κοτζιούλας αφιέρωσε στον Άρη Βελουχιώτη ένα βιβλίο που τυπώθηκε στις εκδόσεις «Θεμέλιο». Έχει σαν τίτλο: «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις».

Το βιβλίο αυτό μόλις μπόρεσε να κυκλοφορήσει γιατί στην Αθήνα η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας παρεξηγήθηκε μαζί με όλο του το έργο.

Το χειρότερο από όλα είναι ότι παρεξηγήθηκε και από την παράταξή του την ίδια.

Είχε εκδώσει ένα φυλλάδιο με ποιήματα με τον τίτλο «Φυγή στη φύση». Περιέχει πολλά από τα ωραιότερα ποιήματα που έχει γράψει. Δείχνουν την αληθινή υφή της ψυχής του Γ. Κοτζιούλα. Την αγάπη του στη φύση ως το πιο φτωχό χορταράκι του βουνού.

– Όχι! λέγανε οι στενοκέφαλοι της παράταξής του. Ένας κομμουνιστής δεν έχει δικαίωμα να βάλει τίτλο «Φυγή στη φύση»!

Παρωπίδες, σχολαστικότητες και στις δύο παρατάξεις. Και στο βάθος ίσως ο φθόνος. Μπορούσε κανένας απ’ αυτούς που τον κατηγορούσαν να γράψουν ή να καταλάβουν όλη την ευαισθησία και την ποίηση του Γ. Κοτζιούλα;

Αυτά και άλλα τέτοια πολλά εμπόδισαν το έργο του να γίνει περισσότερο γνωστό.

Ωστόσο το έργο του εκδόθηκε σε πολλούς τόμους από τη γυναίκα του και τους φίλους. Ο κύριος Κουτσουμάρης, ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος που τον προστάτευε, βοήθησε και ο ίδιος στην έκδοσή του.

Δυστυχώς όμως, όπως είπαμε παραπάνω λίγο διαβάστηκε το έργο του και είναι κρίμα. Οι περισσότεροι αγνοούν τα θαυμάσια ποιήματά του. Κι οι λαϊκοί τραγουδιστές που θα μπορούσαν να εμπνευστούν από αυτά τα αγνοούν. Κι όμως, τα τραγούδια του Κοτζιούλα έχουν πηγή την ίδια την ψυχή του ελληνικού λαού. Μέσα σ’ αυτά θα βρει κανείς όλα τα πάθη, όλη την κακομοιριά μα και τη λεβεντιά και το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής.

Ο Κοτζιούλας υπήρξε άτυχος στη ζωή όσο και στο θάνατο. Η εποχή που έζησε ήταν μια από τις χειρότερες εποχές της πατρίδας μας. Διχασμένα τα κόμματα, διχασμένες οι γνώμες. Τα μίση, τα πάθη ήταν ακόμα ζωντανά, ύστερα από τον εμφύλιο πόλεμο που σπάραζε την Ελλάδα. Ένα ποιητικό έργο, έστω σαν του Κοτζιούλα που είναι λαϊκό, έβρισκε εμπόδια.

Άφησε και έργο μεταφραστικό. Ήταν σπουδαίος ελληνιστής και λατινιστής. Έκανε μεταφράσεις περίφημες κι από τις δυό αυτές γλώσσες. Να μην ξεχνώ επίσης να σημειώσω την περίφημη μετάφραση που έκανε από τα γαλλικά σε ωραία δημοτική, τους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Όπως άκουσα να λένε οι ειδικοί είναι η καλύτερη μετάφραση στα ελληνικά από όλες τις άλλες.

Ο Κοτζιούλας ήταν γεννημένος, όπως έχουμε πει ποιητής, κι έδινε μεγάλη σημασία στον τίτλο αυτό. Ποιητής και προφήτης ήταν συνώνυμα γι’ αυτόν. Και το έλεγε αυτό και για το Σικελιανό που θαύμαζε το έργο του.

Ακόμα και οι τίμιοι διανοούμενοι της δεξιάς, όπως ο Μπαστιάς, αγαπούσαν τον Κοτζιούλα σαν άνθρωπο όπως και τα τραγούδια του.

Ο κ. Μπαστιάς τού στάθηκε σε πολλές δύσκολες στιγμές της ζωής του και δεν το ξεχνούσε. Γιατί είχε μια χάρη σπάνια: ήταν ευγνώμων και πολύ καλός φίλος.

Είμαι βέβαιη πως η νέα γενιά θ’ αγαπήσει το έργο του άμα το γνωρίσει, όταν ησυχάσουν τα μίση και τα πάθη που φωλιάζουν ακόμα στις καρδιές των ανθρώπων ύστερα από τον εμφύλιο σπαραγμό.

Για ένα διάστημα πάλι τον είχα χάσει. Δεν περνούσε πια από το σπίτι, όπως το συνήθιζε για να χαιρετίσει τη μητέρα μου που σεβότανε. Τυχαία μια μέρα, στα γραφεία της εφημερίδος που εργαζόμουν, μου είπε ένας συντάκτης ότι ο Κοτζιούλας βρισκόταν στην Αθήνα, άρρωστος, σε μια κλινική της οδού Δορυλαίου. Έτρεξα να τον δω.

Ήταν μια πανάθλια κλινική. Ευτυχώς βρισκότανε μοναχός σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Τον βρήκα σε κακά χάλια. Είχε δύσπνοια, είχε πρηστεί σχεδόν ολόκληρος και το στήθος του ξεφυσούσε σαν νάχε μέσα μια ατμομηχανή. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό του. Υπόφερε φοβερά. Δεν υπήρχε οξυγόνο μέσα σ’ αυτή την κλινική της κακιάς ώρας.

Στεναχωρέθηκε που τον είδα σ’ αυτή την κατάσταση.

– Τ’ αγρίμια για να πεθάνουνε, μου είπε, πάνε και τρυπώνουνε μέσα σε σπηλιές για να μην τα βλέπει κανένας. Τα ζηλεύω. Ντρέπομαι για τα χάλια μου. Ευτυχώς η γυναίκα μου και το παιδί είναι στο χωριό μου.

Ύστερα είπε:

– Ήθελα να έβλεπα τον Κωστή Μπαστιά. Να πας να τον βρεις και να του πεις σε τι χάλια βρίσκουμαι.

Όταν έφυγα τον χαιρέτησα κι αυτός μου είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο:

– Χαιρέτα μου τα πεύκα της Εκάλης και το παλιό σπιτάκια, εκεί που έγραψα τη «Φυγή στη φύση», που γι’ αυτό οι συντρόφοι τόσο με καταδικάζουν…

Και λέγοντας αυτά κρατούσε μια πετσέτα στα χέρια κι όλο σκούπιζε τον ιδρώτα που έλουζε το πρόσωπό του.

Από αυτόν τον ίδιο έμαθα ότι από μήνες πρωτύτερα είχε βγει η σύνταξή του ως διορθωτής. Αλλά αυτός βρίσκονταν πάντα στα σύννεφα, δεν το είχε πάρει είδηση.

– Αν γνώριζα εδώ κι οχτώ μήνες ότι είχα πάρει αυτή τη δόλια σύνταξη, δεν θα είχα κουραστεί τόσο δουλεύοντας…Πιθανόν τώρα να μην βρισκόμουν στα χάλια που βρίσκουμαι…

Και δόστου σκούπιζε με την πετσέτα τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Ανάσαινε με πολύ κόπο. Φαινότανε να υποφέρει πολύ. Έφυγα από την κλινική πολύ λυπημένη. Αγαπούσα τον Κοτζιούλα όσο και το έργο του. Ήξερα πόσο είχε υποφέρει σε τούτη τη ζωή. Άραγες θα γλύτωνε από το θάνατο και τούτη τη φορά; Γιατί έμοιαζε σε όλο του το βίο να παίζει κρυφτούλι με το θάνατο. Βγαίνοντας από την κλινική ήθελα να τρέξω να βοηθήσω τον Γιώργο Κοτζιούλα. Μα ο Κ. Μπαστιάς που καθότανε εκεί κοντά στην οδό Σούτσου έλειπε στην εξοχή. Αυτός μπορούσε να βοηθήσει ν’ αλλάξει κλινική.

Αλλά ο θάνατος δεν περίμενε. Την άλλη μέρα όταν πήγα να τον δω το δωμάτιο ήταν αδειανό. Ο Κοτζιούλας είχε πεθάνει τη νύχτα μοναχός.

Στους φίλους του είχε δώσει παραγγελία να τον θάψουνε στην Πεντέλη. Αγαπούσε πολύ το βουνό αυτό και το μικρό νεκροταφείο κοντά στο μοναστήρι. Έτσι κι έγινε. Η γυναίκα του και μερικοί φίλοι που τον αγαπούσαν τον συνόδευσαν ως την τελευταία κατοικία. Αυτόν που σε τούτη τη γη δεν είχε ποτέ κατορθώσει να έχει δική του κατοικία και το χειρότερο καμιά ησυχία.

Στην κηδεία οι φίλοι της παρατάξεώς του πήγαν κόκκινα λουλούδια. Μα ήτανε πολύ αργά, γιατί τον είχαν πικράνει πολύ. Ως και το έργο του ακόμη το είχαν παραγνωρισμένο όπως είναι και σήμερα.

Σήμερα, στην εποχή των φιγουρατζήδων, η σεμνότητα και η αγνότητα του Κοτζιούλα φαίνονται μιας άλλης εποχής. Τώρα κοιμάται λησμονημένος και ήσυχος κάτω από τα πεύκα της Πεντέλης. Μα είμαι βέβαιη πως θάρθει μια μέρα που η νέα γενιά θα τον ανακαλύψει και θα τον αγαπήσει.