«…Τι έχω αδερφό στην ξενιτιά μη λάχει και περάσει.»
Με το που γυρίζει από τα μακρινά ξένα ο Κωσταντίνος Ντούλας ξορκίζεται να ε-κτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του. Πριν από μερικά χρόνια οι τρεις αδερφές του είχαν θυσιαστεί για να στεριώσουν τρία ονομαστά γεφύρια: του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας. Ο πατέρας του δεν θα βρει αναπαμό, αν ο Κωσταντίνος δεν πάει στα τρία γεφύρια για να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και λίγο χώμα.
Ο δρόμος του απ’ την Ήπειρο ως τη Μεσοποταμία κι απ’ την Κύπρο ως τις παρα-δουνάβιες χώρες είναι στρωμένος με περιπέτειες και κινδύνους. Πειρατές, δουλέ-μποροι, θεομπαίχτες καλόγεροι, αιχμαλωσίες, καμηλιέρηδες, περιστασιακοί έρωτες, ληστές, βεδουίνοι, ιεροφάντες, σύντομες μα βαθιές φιλίες, μάγοι, φοβισμένα στόμα-τα, αδυσώπητες αναμετρήσεις, δερβίσηδες, ανατολίτικη λαγνεία, σκοτεινές ιεροτε-λεστίες, τεκέδες, απαγωγές, αφιλόξενες στέπες· και μέσα σ’ όλα μια αγάπη αναμμέ-νο κάρβουνο κάτω απ’ τη στάχτη.
Ακόμα όμως κι αν καταφέρει να γλιτώσει και γυρίσει πίσω στη μικρή πατρίδα του, τον περιμένουν ο δήμιος για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε τη μέρα της αναχώρησής του, ο προδότης της παιδικής φιλίας, η μάνα στην άκρη του γκρεμού κι η αρραβωνι-αστικιά του έτσι όπως δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί ποτέ.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΑΡΩ-ΜΑΤΩΝ (σελ. 361)
«Με τον Ρωμιό είμαστε συνορίτες. Ένας φράχτης χωρίζει τες αυλές μας. Όμως κανένας φράχτης δε χωρίζει τες καρδιές μας. «Βαχ!» να κάμω εγώ, μ’ αφιγκράζεται ο Εξάκουστος. «Αχ!» να κάμει αυτείνος, γεργεριντέ εγώ. Ακούρμα, Κουστεντί. Μπορεί να `χουμε ο πασαένας τον δικό του Θεό. Αφήνουμε όμως τους Θεούς μας να χωρίζουν τον κόσμο και να τσακώνο-νται αναμεταξύ τους. Εμείς δεν είμαστε θεοί, ανθρώποι είμα-στε. Κόσμο δεν έχουμε να διαφεντέψουμε. Ψωμί και καρδιά έχουμε, αυτά διαφεντεύουμε. Και τα μοιραζόμαστε. Ξερό ψω-μί στο ένα σπίτι; Ξερό και στ’ άλλο. Χαρά στο ένα; Χαρά και στ’ άλλο».
Και ξακολούθησε: «Κι άμα τη μια μέρα πέσει γκρίνια α-νάμεσόν μας, την άλλη μέρα η γκρίνια διαβαίνει και πάει με τον αέρα. Είναι ωσάν το θυμό της μάνας και το χιόνι της άνοι-ξης· και τα δυο λιώνουν ογλήορα. Νογάς τι θα γινότουν άμα βαστάγαμε γινάτι; Θα πετροβολάγαμε κάθε μέρα ο ένας τον άλλονε κι οι αυλές μας θα γιομούσαν λιθάρια. Κι από πού θα μπαίναμε στα κονάκια μας; Γι’ αυτό και λησμονούμε τα κακά. Για βροχή, μαθές, που πέρασε δεν κρατούμε ομπρέλα. Κοιτούμε μπροστά, την καινούρια μέρα. Και κοιτούμε με την καρδιά. Ότι η καρδιά είναι πιο σοφή απ’ το μυαλό.»
Έκοψε λίγο κι είπε κοντά: «Άι, Κουστεντί! Τι `ναι η ζωή; Ένα χέρι είναι που καρτερεί να τ’ αγγίξεις. Άμα το προσπέρα-σες, θ’ αποθάνεις σαν να μην είχες γεννηθεί…»
Έστηνα καλό αυτί, αλλά οι τυράγνιες των συμπατριώτων μου απ’ τους Τούρκους στους ελληνικούς τόπους ήσαν κολ-λημένες στο μυαλό μου.
«Αυτά δε γένονται στη Ρούμελη», του είπα.
«Δε γένονται, λιοντάρι μου», είπε ατάραχτος ο παππούς. «Ξεύρεις γιατί; Γιατί στον τόπο σας οι Ρωμιοί φοβούνται τους Οθωμανούς και οι Οθωμανοί τους Ρωμιούς…»
Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο Μονολίθι Ιωαννίνων. Σπούδασε Φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα και ποιήματα. Δημοσίευσε εισαγωγικές μελέτες για το έργο του Κ. Θεοτόκη, του Κ. Κρυστάλλη και του Γ. Κοτζιούλα, καθώς και πορτρέτα Ηπειρωτών δημιουργών. Κείμενά του είναι επίσης δημοσιευμένα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.
Μυθιστορήματα: Το λαθραίο (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Η αλάνα με τις ακονόπετρες (Δωρικός, Αθήνα 1995), Ουδέτερη ζώνη (Κέδρος, Αθήνα 1995), Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), Ένα κλειδί , τρεις πόρτες (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009), Στο δρόμο των αρωμάτων (Διόπτρα, Αθήνα 2015).
Ποιήματα: Ματωμένοι σάρακες (Κριτήριο, Αθήνα 1974), Στο ρυθμό της Κύπρου (ιδιωτική έκδοση, Γιάννινα 1978).
Διακρίσεις: Α΄ Βραβείο από τον Φιλολογικό Παρνασσό για ανέκδοτη ποιητική συλλογή. Α΄ Βραβείο (ποιητικό) από το δήμο Καλλιθέας Αττικής το 1983. Α΄ Βραβείο Διηγήματος από τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάς-Κύπρος το 1992